- στεάτωση
- η, Ν [στεατῶ]ιατρ. (ανακριβώς) η λιπώδης εκφύλιση και η παθολογική παχυσαρκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεάτωση — η σχηματισμός λιπώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)